Αφορμή για το συγκεκριμένο θέμα πήρα από το σχετικό άρθρο στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού Κ&Φ. γραμμένο από τον κο Θεοφάνη Καραμπατζιάκη, επειδή το θεωρώ τουλάχιστον ατυχές το παραθέτω μαζί με το κείμενο του mail που έστειλα στο περιοδικό. Θα ήθελα να ξεκαθαρίσω εξ αρχής ότι κυνηγώ με σκύλο φέρμας αλλά τιμώ τους άξιους κυνηγούς του αγριογούρουνου που κυνηγούν το δύσκολο αυτό θήραμα χωρίς προκαταλήψεις και στα πλαίσια που ορίζει ο νόμος και η ηθική.
Το άρθρο του περιοδικού:
Ανταγωνισμός μεταξύ κυνηγών
27.12.08
Εμείς οι γουρουνάδες και εσείς οι πουλάδες
Με αφορμή το θέμα του «Κ&Φ» που ακολουθεί, θα μπορούσε να ξεκινήσει ένας διάλογος για το πως βλέπουμε το κυνήγι και τι θέλουμε απ’ αυτή τη δραστηριότητα.
Του Θεοφάνη Καραμπατζάκη
Όλα τα κυνήγια έχουν τη δική τους γοητεία και αξία. Ανάλογα με το χαρακτήρα του και τις δυνατότητές του, ο κάθε κυνηγός έχει να επιλέξει ένα ή περισσότερα που του ταιριάζουν και με τα οποία θα ασχοληθεί και θα ειδικευτεί. Το θέμα είναι να λατρέψει αυτό που κάνει και να το κάνει συνειδητά.
Από την ηλικία των 14 ετών, στα μέσα της δεκαετίας του ’70, όταν άρχισα να πηγαίνω στο κυνήγι ως τσανταδόρος ή αεροβολάς και άρχισα δειλά-δειλά να περνάω και από τα κυνηγετικά στέκια των κυνηγών της «φέρμας» (γιατί αυτού του είδους τους κυνηγούς ακολουθούσα ως τσανταδόρος), άκουγα τους μεγαλύτερους στις συζητήσεις τους να αναφέρονται στους κυνηγούς του τριχωτού θηράματος με σνομπισμό και υπεροψία και να τους θεωρούν κυνηγούς τρίτης κατηγορίας.
Άκουγα λοιπόν φράσεις όπως: «Έλα μωρέ, κυνηγοί είναι οι γκεκατζήδες;», «ποιοί μωρέ, οι γουρουνάδες; Αυτοί είναι νηστικοί αγριάνθρωποι και κυνηγούν για το κρέας» και άλλα πολλά τέτοια.
Αντίθετα, οι ίδιοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους «σπόρτσμεν», υψηλού επιπέδου κυνηγούς, με γνώσεις στη βλητική, καλούς σκοπευτές και όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα, αφενός την υπεροψία και αφετέρου τον ανταγωνισμό στη τσάντα. Ακούγαμε εμείς οι πιτσιρικάδες για κάτι «νούμερα» σε ορτύκι, πέρδικα και μπεκάτσα, τα οποία ξεπερνούσαν κάθε όριο της εφηβικής μας φαντασίας. Κάθε, δε, περίπτωση μετριοπάθειας ήταν απορριπτέα.
Μια και δυο, λοιπόν, πέρασαν τα χρόνια, έγινα 18 ετών, έβγαλα άδεια κυνηγίου, πήρα και το πρώτο μου σκυλί και άρχισα να κυνηγώ τα θηράματα της «φέρμας».
Με τον καιρό διαπίστωνα, όμως, ότι η τσάντα δεν γεμίζει και τόσο εύκολα και ότι «νούμερα» τα οποία είχα ακούσει στα στέκια τα παλιά, ήταν πολύ μακριά από τη δική μου πραγματικότητα.
Επίσης, έβλεπα ότι όλοι εκείνοι οι μεγαλοσχήμονες και σπουδαίοι κυνηγοί, από τσανταδόρο που με είχαν και με εκπαίδευαν, υποτίθεται ως «κυνηγό υπό εκκόλαψη», άρχισαν σταδιακά να με βλέπουν ανταγωνιστικά.
Φανταστείτε έναν 18άχρονο που έβλεπε έναν παλιό κυνηγό ως δάσκαλο, ως ίνδαλμα, ξαφνικά να διαπιστώνει ότι αυτός ο άνθρωπος τον αποφεύγει, τον παραπλανά ή ακόμη χειρότερα τον κριτικάρει πίσω από την πλάτη του!!!
Η ωριμότερη σκέψη…
Τα χρόνια πέρασαν και η ωριμότητα, μαζί με τις εμπειρίες και τις θεωρητικές γνώσεις που αποκτήθηκαν, βελτίωσαν, ως συνήθως συμβαίνει, την κρίση μου.
Στο μεταξύ, κάπου μέσα μου βαθιά υπήρχε μία επιθυμία να ασχοληθώ και με το κυνήγι του αγριόχοιρου και δεν μπορούσα να εξηγήσω από πού προερχόταν αυτή η επιθυμία, γιατί δεν είχα ανάλογες εμπειρίες. Μόλις μου δόθηκε λοιπόν η ευκαιρία, γνώρισα μία παρέα «γουρουνάδων» και άρχισα αραιά-αραιά να πηγαίνω και στα γουρούνια.
Άλλαξα αρκετές παρέες στη πάροδο των χρόνων και τελικά ρίζωσα σε μία, της οποίας οι άνθρωποι που την απαρτίζουν, παλιοί και νεώτεροι, είναι όλοι φίλοι μου.
Κατέληξα λοιπόν τα τελευταία χρόνια, τα περισσότερα κυνήγια μου να είναι στον αγριόχοιρο.
Αναρωτιόμουν λοιπόν, πως συντελέσθηκε αυτή η… «διολίσθηση» από τα κυνήγια της «φέρμας» στα γουρούνια…
Πώς ενσωματώθηκα εγώ, σε παρέες που άλλοτε θωρούσα ότι αποτελούνται από άξεστους χωριάτες;
Πώς είναι δυνατόν να στέκεσαι σ’ ένα καρτέρι 2-3 ώρες και να μη βαριέσαι;
Σιγά-σιγά όμως και αναλύοντας, κατέληξα.
Εντόπισα λοιπόν, πρώτα-πρώτα, τις διαφορές στο προφίλ των δύο κοινωνικών ομάδων κυνηγών (γουρουνάδων και φερματζήδων).
Διαπίστωσα κατ’ αρχήν, ότι οι περισσότεροι γουρουνάδες ή τουλάχιστον αυτοί που σχετίστηκα εγώ, επί το πλείστον αγράμματοι και χωρικοί, πολύ λίγο τους ένοιαζε ο ανταγωνισμός και το νούμερο.
Μία ημέρα έκανα το λάθος να αφήσω την πρωτοβουλία σ’ ένα γουρούνι 30 κιλών, το οποίο βγήκε στο καρτέρι μου, με «τρίπλαρε» και έφυγε ατουφέκιστο.
Ο αρχηγός της παρέας και φίλος μου, ο αείμνηστος Ανέστης Κυρμανίδης, μόλις του διηγήθηκα τη γκάφα μου, μού είπε: «Ελπίζω άλλη φορά να μην αφήσεις την πρωτοβουλία στο γουρούνι. Θα πρέπει ν’ αποφασίζεις πιο γρήγορα απ’ αυτά και τώρα μην κάθεσαι και στενοχωριέσαι για το γουρούνι που δεν μπήκε στον ντορβά της παρέας. Εμείς είμαστε χορτάτοι».
Οι "γουρουνάδες"…
Οι γουρουνάδες, έχουν πλήρη μεσάνυχτα από βλητική (τσοκαρίσματα, φυσίγγια κ.λπ.), αλλά γνωρίζουν πολύ καλά τις δυνατότητες του όπλου που κρατούν. Συνήθως δεν είναι οπλόφιλοι, βλέπουν το όπλο μόνο ως εργαλείο και όχι ως φετίχ και βέβαια αν δοκιμάσουν να ρίξουν στο «φτερό», τα αποτελέσματα θα είναι πενιχρά.
Γνωρίζουν πολύ καλά το βουνό και το δάσος, προσανατολίζονται χωρίς να βλέπουν ορίζοντα και μπορούν να επιβιώσουν σε δύσκολες καταστάσεις. Είναι άριστοι ανιχνευτές και μπορούν να αντιληφθούν την παρουσία θηραμάτων από ποικίλα σημάδια, ακόμη και οσμές.
Επίσης, δίνουν πολύ μεγάλη σημασία, μέχρι υπερβολής, στη δίκαιη μοιρασιά του κρέατος, πράγμα που αν δεν το δει κανείς λίγο βαθύτερα, ξενίζει.
Ας μην ξεχνάμε ότι μέχρι πριν από 20 χρόνια, η αγοραπωλησία του αγριόχοιρου ήταν νόμιμη. Για τους ελάχιστους εναπομείναντες κατοίκους της ορεινής υπαίθρου στη χώρα μας, το κυνήγι του αγριόχοιρου λειτουργούσε και ως βιοπορισμός.
Με ανύπαρκτο βοηθητικό εξοπλισμό (άρβυλα, ένδυση, κ.λπ.), με ελάχιστα λειόκαννα τουφέκια και κυρίως με στρατιωτικά που τους διέθεταν τα ΤΕΑ, κυνηγούσαν αγριόχοιρο τον οποίο πουλούσαν ως κρέας και ζαρκάδι για να τραφούν οι ίδιοι και οι οικογένειές τους.
Το ζαρκάδι δεν πουλιόταν για δύο λόγους: πρώτον γιατί ήταν και είναι απαγορευμένο θήραμα και δεύτερον γιατί είναι ελαφρύ, οπότε δεν έπιανε υψηλή αξία. Έτσι, λοιπόν, εφόσον έμπαινε στο κυνήγι και ο επαγγελματισμός, ήταν φυσικό η μοιρασιά να είναι σχολαστική. Φτάσαμε λοιπόν στις μέρες μας, που ενώ η αγοραπωλησία απαγορεύεται, η σχολαστική μοιρασιά παραμένει ως παράδοση και λειτουργεί τόσο ισχυρά, που πολλές φορές γίνονται και «παρατράγουδα».
Τους πουλάδες, οι γουρουνάδες δεν τους αντιμετωπίζουν σε καμιά περίπτωση περιφρονητικά, παραδέχονται τις ανώτερες σκοπευτικές τους ικανότητες, αλλά δεν κατανοούν πως ρίχνουν «σφαίρα» σε τόσο μικρό θήραμα και με τόσες πιθανότητες αποτυχίας. Και αυτό πάλι έχει να κάνει με την προέλευσή τους από πολύ φτωχά κοινωνικά στρώματα, όπου η άκαρπη κατανάλωση πυρομαχικών ήταν απαγορευμένο παιχνίδι. Βέβαια, εξοργίζονται όταν κάποιος μπεκάτσας ή φάσσας, τούς κάνει «χαλάστρα» μπαίνοντας στην περιοχή που κυνηγούν αυτοί.
Με λίγα λόγια, η κοινωνικότητα κυρίως του κυνηγίου του αγριόχοιρου, που συνίσταται στην ανάπτυξη δυνατών φιλικών σχέσεων μεταξύ των κυνηγών της παρέας, το κολατσιό με συνοδεία ούζου γύρω από τη φωτιά, τα πειράγματα, η συμμετοχή όλων στο κυνήγι ανάλογα μ’ αυτό που ο καθένας μπορεί να προσφέρει καλύτερα (άλλος «κόβει», άλλος μεταφέρει με το 4Χ4, άλλοι έχουν τα σκυλιά που είναι συνήθως και οι ειδικευμένοι παγανιέρηδες, άλλος είναι υπεύθυνος για τη διοικητική μέριμνα, κ.λπ.), η αποβολή του λουφαδόρου που πολλές φορές δεν είναι και τόσο διακριτική, η τιμητική θέση που αποδίδεται από την παρέα στους βετεράνους χωρίς γκρίνια και άλλα πολλά είναι τα στοιχεία που μ’ έκαναν να διολισθήσω από τα κυνήγια της φέρμας στο κυνήγι του αγριόχοιρου, χωρίς όμως να απαξιώνω τα πρώτα.
…και οι "φερματζήδες"
Θα πρέπει όμως να δούμε λίγο πιο βαθιά και τους φερματζήδες. Γιατί αναπτύσσεται αυτός ο έντονος ανταγωνισμός για το νούμερο ακόμη και μεταξύ φίλων; Γιατί αυτή η ξέφρενη και άκριτη τάση προς ό,τι μας πασάρουν οι επιτήδειοι, όπως π.χ. σούπερ σκύλοι, μπίπερ, ειδικά όπλα (μπεκατσοτούφεκα κ.ά.); Γιατί η τόσο εύκολη αλλαγή μεθόδων κυνηγίου, όπως π.χ. ομαδικό κυνήγι ορτυκιού ή πέρδικας (πού ακούστηκε!);
Κάποιοι πολύ εύκολα θα πουν: τα πράγματα αλλάζουν και η ζωή εξελίσσεται. Θα συμφωνούσα μόνο αν και η μπεκάτσα έβαζε τουρμπίνα και πετούσε σαν F16. Δεν μπορούμε να βελτιώνουμε τα επιθετικά μας όπλα χωρίς το θήραμα να βελτιώνει και εκείνο τα αμυντικά του. Γιατί στους γουρουνάδες και στους λαγάδες δεν περνάνε αυτά; Κάποιος ίσως βιαστεί ν’ απαντήσει: «μα αυτοί ζουν πίσω από τον κόσμο, ενώ εμείς είμαστε μοντέρνοι, αντιλαμβανόμαστε τα μηνύματα των καιρών».
Όχι παιδιά, δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα! Αν κοιτάξουμε λίγο στην κυνηγετική μας ιστορία, το λαγοκυνήγι και το γουρουνοκυνήγι, έχουν τις ρίζες τους πολύ πίσω στην αρχαιότητα και φέρουν μαζί τους μια πολύ βαριά παράδοση με τις κοινωνικές της προεκτάσεις.
Το κυνήγι των πουλιών παραδοσιακά, γινόταν με οποιονδήποτε άλλον τρόπο εκτός από το τουφέκι, όπως π.χ. με το απόχι τα ορτύκια στη Μάνη, με ξόβεργα τις τσίχλες στα νησιά και κάθε λογής παγίδα για τα διάφορα είδη πουλιών ανά την Ελλάδα. Τουφεκιά στο φτερό για τους παλιούς κυνηγούς της υπαίθρου, ήταν κάτι το ακατανόητο. Εδώ λειτουργούσε η οικολογική αρχή του καλύτερου αποτελέσματος με το λιγότερο δυνατό ενεργειακό κόστος (προσπάθεια), που την γνωρίζουν και την εφαρμόζουν πολύ καλά όλοι οι άρπαγες, μηδέ του ανθρώπου εξαιρουμένου.
Το κυνήγι της φέρμας, αναπτύχθηκε στην Ευρώπη μετά την εφεύρεση των πυροβόλων όπλων και στην πατρίδα μας ασκήθηκε από τις υψηλές κοινωνικές τάξεις, από τις αρχές του 20ου αιώνα, για να εξαπλωθεί μαζικά μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ιδιαίτερα, δε, μεγάλους ρυθμούς εξάπλωσης γνώρισε τη δεκαετία του ’70.
Η θεαματικότητα που παρουσιάζει, η ευκολία μύησης από έναν αρχάριο κυνηγό, τα πολύ όμορφα και στιλάτα σκυλιά φέρμας, η ευκολία πρόσβασης στα ανάλογα κυνηγοτόπια και το παραμύθι που έντεχνα μας πούλησαν κάποιοι επιτήδειοι, ότι δηλαδή το κυνήγι είναι άθλημα και όχι αποκομιδή τροφής απευθείας από τη φύση (και μπήκε και στη νομοθεσία), είναι οι κυριότεροι λόγοι της μαζικής αυτής εξάπλωσης και κυρίως στους κυνηγούς των αστικών κέντρων. Λείπει, όμως, το κυριότερο που είναι η βαθιά παράδοση.
Η παράδοση είναι που μεταφέρει από γενιά σε γενιά τους κανόνες δεοντολογίας και ο σεβασμός στις παραδόσεις και το εθιμικό δίκαιο, είναι αυτός που επιβάλλει την τήρηση των κανόνων.
Κάθε άλλη προσπάθεια με επιβολή κανόνων από αλλού, με αντιγραφές από κοινωνίες που καμιά σχέση δεν έχουν με μας, είναι καταδικασμένη, γιατί εν πολλοίς είναι ακατανόητη. Χρέος όλων μας είναι να κρατήσουμε τις παραδόσεις μας αλώβητες, για να περισώσουμε τις κυνηγετικές αξίες και αρετές.
Συναδελφικές παραινέσεις
Φίλοι φερματζήδες, ζήστε έντονα τις μοναδικές ρομαντικές στιγμές που χαρίζει αυτό το μοναχικό κυνήγι παρέα με το σκύλο σας και αφήστε τους κομπασμούς και τα πρωταθλήματα. Μη βλέπετε το θήραμα σαν… πήλινο δίσκο, αλλά ως ένα κομμάτι του οικοσυστήματος που το παίρνεται και η φύση θα το αναπληρώσει με ανάλογο τίμημα. Τίποτα δεν είναι δωρεάν.
Φίλοι γουρουνάδες, κρατήστε ως κόρη οφθαλμού την ομαδικότητα αυτού του κυνηγίου που οι αρχαίοι πρόγονοί μας, μάς κληροδότησαν ως βαριά παρακαταθήκη.
Εφαρμόστε αυστηρά τους κανόνες της κυνηγετικής δεοντολογίας και μην αφήνετε να παρεισφρήσουν ανάμεσά σας, άκριτα και για λόγους μοντερνισμού, ξενόφερτα στοιχεία. Θα λειτουργήσουν ως «μπούμερανγκ».
…και η προσωπική μου άποψη:
Εάν ο κος Καραμπατζιάκης είχε στόχο την αύξηση ανταγωνιστικών τάσεων μεταξύ γουρουνάδων και φερματζήδων, το πέτυχε. Είναι κρίμα για ένα τόσο διακεκριμένο επιστήμονα κυνηγό να κολλάει ταμπέλες και να προβαίνει σε ιδιότυπες «διακρίσεις». Ελίτ και σνομπ από τη μία , τα παιδιά του λαού από την άλλη. Τι άλλο θα ακούσουμε ;
Είναι κακό και ξενόφερτο λοιπόν κε Καραμπατζιάκη να επιλέγω να κυνηγώ με καθαρόαιμο σκυλί μιας συγκεκριμένης ράτσας που πιστεύω ότι ικανοποιεί τις απαιτήσεις μου και όχι με κοκόνι. Επίσης λυπάμαι αλλά δεν ξέρω τι το «ειδικό» έχει ένα μπεκατσοντούφεκο; Σκοπευτικό laser πάντως δεν έχει. Φανταστείτε τώρα πόσο σνομπ είμαι που κυνηγώ με δίκαννο αντί της παραδοσιακής και λαοφιλούς καραμπίνας.
Πού είδατε κε Καραμπατζιάκη αλλαγή τρόπων κυνηγιού στα κυνήγια φέρμας; Μήπως οι νεόκοποι παγανιέρηδες της περδικας και του ορτυκιού που αναφέρετε είναι κυνηγοί τριχωτών που μετέφεραν τη παγάνα στα πουλιά και που γι’ αυτούς η φέρμα του σκύλου είναι χάσιμο χρόνου. Προσωπικά δεν έχω δει παραπάνω από δυο – τρείς «φερματζήδες» κυνηγούς να πηγαίνουν μαζί στο κυνήγι. Κι’ αυτό για να αντιμετωπίσουν τα έξοδα αλλά και για στοιχειώδη ασφάλεια εάν συμβεί κάτι. Κι’ αυτοί στον κυνηγότοπο χωρίζονται γιατί το κυνήγι φέρμας είναι μοναχικό και ατομικό.
Μιλάτε για εξομοίωση του πουλιού με πήλινο δίσκο σκοπευτηρίου υπονοώντας σπατάλη θηράματος. Από ποιους κύριε Καραμπατζιάκη; Απ’ αυτούς που σπαταλάνε μέρες μέσα στα δάση για δυο τρείς μπεκάτσες που ζήτημα είναι αν θα μπορέσουν να τουφεκίσουν καν, ή από εκείνους που σπάνε τα πόδια τους στους χαλιάδες και στις σάρες για δυό πέρδικες; Μήπως πρέπει να χτυπάμε καθιστά πουλιά για να είμαστε cost effective και να μην προκαλούμε με τη σπατάλη πυρομαχικών τα παιδιά του λαού; Θα θυμίσω την εκτεταμένη χρήση δραμιών από τους γουρουνάδες και τα γουρούνια που χάνονται τραυματισμένα. Μη μιλάτε λοιπόν για σπατάλη θηράματος από μέρους μας.
Στο μόνο που θα συμφωνήσω μαζί σας είναι η χρήση του μπίπερ με την οποία διαφωνώ απόλυτα παρ’ όλο που είναι νόμιμη και φυσικά δεν συζητώ για τους ηλεκτρονικούς κράχτες που όμως δεν χαρακτηρίζουν τους κυνηγούς φέρμας αλλά τους κάθε λογής μαζέτες.
Όσον αφορά τις υπερβολές μεταξύ φερματζήδων, δείξτε μου κυνηγό ή ψαρά που να μην έχει φουσκώσει την τσάντα ή την ψαριά του έστω και μία φορά. Τα κιλά του γουρουνιού δηλαδή μένουν σταθερά; Όσον αφορά τον ανταγωνισμό δεν έχουν υπάρξει επικοί τσακωμοί για γουρούνια που έβγαλαν τα σκυλιά μιας παρέας και τα τουφέκισε άλλη; .Όλα είναι τόσο αγγελικά στον κόσμο των γουρουνοκυνηγών;
Επί του προκειμένου όμως. Γιατί κε Κααραμπατζιάκη επιμελώς αποσιωπάτε τα «κακώς κείμενα» των γουρουνάδων; Γιατί δεν αναφέρεστε στους κλειστούς αγροτικούς δρόμους με «οδοφράγματα» αγροτικά αυτοκίνητα και πολλές φορές μέλος της "παρέας" να φυλά σκοπιά, μην τυχόν και περάσει κανείς; Γιατί δεν αναφέρετε την άκρως διαδεδομένη παράνομη χρήση VHF; Τις παρέες 20 και 30 και βάλε… ατόμων (μέχρι 10 μέλη λέει ο νόμος); Την ανθούσα παράνομη αγοροπωλησία θηράματος; Τις πεντάσφαιρες και οκτάσφαιρες «καραμπίνες»; Τη διαπόμπευση του θηράματος από καφενείο σε καφενείο κι’ από χωριό σε χωριό; Ποια είναι η δικαιολογία για όλ’ αυτά; Το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο ή η αρχαία παράδοση;
Και κάτι άλλο πιο σημαντικό που αφορά την ανθρώπινη ζωή. Προσωπικά έχω γίνει στόχος ειρωνικών (στην καλύτερη περίπτωση) σχολίων από «παραδοσιακούς» γουρουνοκυνηγούς για τη χρήση πορτοκαλί γιλέκου και καπέλου στο κυνήγι, πολύ πριν επιβληθεί νομικά με τη φετινή ρυθμιστική. Μήπως μπορείτε να μου πείτε τι ποσοστό γουρουνοκυνηγών κάνει χρήση τέτοιου εξοπλισμού που θα μπορούσε να έχει αποτρέψει τόσα θανατηφόρα ατυχήματα; Δεν πειράζει αφήστε. Η παράδοση λέει ότι και ο Ξενοφών φορούσε χιτώνα παραλλαγής στο κυνήγι του αγριόχοιρου. Δυστυχώς ανοίγοντας το site πληροφορήθηκα άλλο ένα ατύχημα όπου το θύμα εξελήφθη ως θήραμα. Να χαίρεστε την παράδοσή σας.
Με όλ’ αυτά σε καμία περίπτωση δεν θέλω να θίξω την κυνηγετική ικανότητα των γουρουνοκυνηγών και τη δυσκολία του κυνηγίου του αγριόχοιρου. Όμως πώς να το κάνουμε έχουμε όλοι το ίδιο δικαίωμα στον κυνηγότοπο. Εκεί κε Καραμπατζιάκη μετράει η παράδοση και ο άγραφος νόμος κι’ όχι πως θα μοιραστεί το κρέας η παρέα. Σε ότι αφορά τις παραινέσεις σας λυπάμαι αλλά δεν θα τις δεχθώ.
Επειδή κε Καραμπατζιάκη γνωρίζω από τον κυνηγετικό τύπο την επιστημονική σας κατάρτιση και το έργο σας για το καλό του κυνηγιού γενικότερα δεν σας καταλογίζω εμπάθεια, αλλά θεωρώ ότι το άρθρο σας είναι ατυχές και μεροληπτικό. Νομίζω ότι θα πρέπει να αναθεωρήσετε και να δώσετε τις αναγκαίες εξηγήσεις. Οι ταμπέλες και οι διαχωρισμοί μόνο κακό κάνουν. Δεν μου αρέσει να κάνω τον τιμητή, όμως το κυνήγι μόνο ως ενιαίο και αδιαίρετο πρέπει να προβάλλεται για να επιβιώσει, ανεξάρτητα από θηράματα, τεχνικές κυνηγίου και κοινωνικές ομάδες.
Ευχαριστώ για την προσοχή σας και εύχομαι Καλή Χρονιά σε όλους.
Κώστας Τσαπάρας
Μαγούλα Αττικής