– Ξύπνα ρε μοσχάρι. Θα αργήσουμε.
Ακούγεται μια αγριοφωνάρα και με κάνει να πεταχτώ όρθιος. Ρίχνω μια ματιά γύρω μου να καταλάβω που βρίσκομαι και ταυτόχρονα συνειδητοποιώ ότι είναι η Ντάλια.
– Πρωινές κατουρόκα..λες? του λέω και σηκώνομαι νωχελικά να ετοιμαστώ.
Ο Τάκης είναι στο μπάνιο κι όπως κάθε μέρα ξυρίζεται και είναι πάντα στην πένα.
Ατσαλάκωτος μιλάμε. Αναρωτιέμαι αν κάνει και μπιντέ κάθε μέρα. Έχε γούστο να κουβαλάει και κανένα σίδερο να σιδερώνει κάθε μέρα σκέφτομαι αφού τα πράγματα που κουβαλάει μαζί του ή καλύτερα ο σάκος του είναι όσο ο δικός μου και του Χρήστου μαζί.
Εν τω μεταξύ ο Χρήστος έχει βγεί έξω και ετοιμάζει τα σκυλιά.
Αφού τελειώνουμε κι εμείς με τουαλέτες ντυσίματα κ.λ.π. παίρνουμε τα όπλα μπόλικο νερό, πάγο, όλα τα τζιμπράγκαλα για να φτιάξουμε καφέ με την κρυφή ελπίδα να βρούμε κάποιο καφέ ανοιχτό στη διαδρομή και παίρνουμε θέση στο αυτοκίνητο.
Ξεκινάμε για το μέρος που μας υπέδειξε ο Μιχάλης να κυνηγήσουμε και η μέρα ξεκινάει καλά. Η Harley είναι παρκαρισμένη έξω απ’ το μαγαζί κι ο μουσάτος αλλά duck commander είναι μέσα. Σαλτάρουμε κυριολεκτικά όλοι μαζί και μπουκάρουμε λίγο φασαριόζικα. Γυρίζει με μια ηρεμία που σε κάνει να ανησυχείς ο αρκουδιάρης και κοιτάζοντάς μας έναν έναν μας λέει και τι καφέ θέλουμε. Χωρίς να αρθρώσουμε λέξη μας γυρίζει τις πλάκες και ξεκινάει να φτιάχνει τους καφέδες μας.
Έχουμε μείνει κι οι τρεις παγωτό!!!!
Πληρώνει ο Γιατρός, παίρνουμε τα καφεδάκια και ξανά στο αμάξι αμίλητοι.
– Τελικά θα το συμπαθήσω αυτό το αγόρι λέει ο Χρήστος και ξεκινάμε με γέλια.
Σε λίγο συναντάμε το Λόρδο ο ποιος προπορεύεται και μας οδηγεί. Αφήνουμε την άσφαλτο πίσω μας σε ένα σταυροδρόμι πιάνοντας το χωματόδρωμο.
– Παράθυρα μαλάκες! Ωρύεται ο Χρήστος και τα κλείνουμε πλην του Τάκη.
– Κλείστο Γιατρέ μου γιατί άμα βλέπει χώμα ο Τσέρνι πάει μαμιώντας.
– Μάλλον το κάνει άμα έχει πίσω του εμάς ο πούστης συμπληρώνω εγώ και πριν τελειώσω καλά καλά τη φράση κι αφού έχουμε μπει για τα καλά στο χωματόδρωμο ο Μιχάλης γκαζώνει.
Ευτυχώς που πρόλαβε ο Doc και το έκλεισε. Ένα σύννεφο σκόνης κάλυψε όλο το αυτοκίνητο και δε βλέπαμε την τύφλα μας. Κόβει λίγο ο Χρήστος ταχύτητα μπας και γλιτώσουμε απ’ τον κουρνιαχτό που σήκωσε ο άλλος κι αφού ξαναείδαμε τα όρια του δρόμου αρχίσαμε να ακολουθούμε τη σκόνη γιατί το Χαραμάδα δεν τον βλέπαμε πουθενά. Προχωρώντας διαπίστωσα ότι πάμε παράλληλα με την άσφαλτο και οι υπόνοιες ότι το κάνει επίτηδες ενισχύθηκαν ειδικά όταν είδα σε ένα σημείο και κάποιους άλλους να αφήνουν την άσφαλτο και να μας ακολουθούν στο χωματόδρομο. Από εκείνη τη διασταύρωση που μπήκαν οι άλλοι μέχρι το σημείο που θα κυνηγάγαμε ήταν κάτι λιγότερο από 3 χιλιόμετρα. Παρκάρουμε δίπλα σε ένα χωράφι με τριφύλλια που στο χάραμα φαινόταν ατέλειωτο. Αργότερα όταν ξημέρωσε για καλά διαπίστωσα ότι πρέπει να ήταν πάνω από 20 ή ακόμα και 30 στρέμματα.
– Καλά ρε Μιχάλη γιατί δεν ήρθαμε απ’ την άσφαλτο και φάγαμε όλο το χώμα στη μάπα? Τον ρώτησα.
– Κάνουμε κύκλο απ’ την άσφαλτο απάντησε αυτός κι άρχισε να φοράει τα πορτοκαλιά του.
– Ποιόν κύκλο ρε μαλάκα που μας μάμησες στη σκόνη? Αφού τα ίδια μας έκανες και πέρσι απαντάει η Ντάλια φανερά εκνευρισμένος.
– Άντε τώρα να εξηγήσω εγώ σε εσάς τους χαμουτζήδες λέει εκείνος γελώντας.
– Δεν ήμαστε όλοι χαμουτζήδες απαντάει σοβαρό ο Doc
– Αλήθεια ρε μεγάλε? Κι από πού είσαι είπαμε?
– Λαμία
– Κι η Λαμία ρε που είναι? Δεν είναι κάτω απ’ τ’ αυλάκι?
– Ποιο αυλάκι ρε μαλάκα? Πλάκα με κάνεις απαντάω εγώ.
– Τον Πηνειό λέω. Εμείς αυτό έχουμε για αυλάκι λέει γελώντας ο Μιχάλης κάνοντάς μας να ξεκαρδιστούμε στα γέλια
Εντωμεταξύ ο Χρήστος πήρε το αντικουνουπικό που αγόρασε την προηγούμενη σε τοπικό φαρμακείο κι άρχισε να αλείβεται.
Λες και ήταν το σύνθημα αυτό κι ένα σύννεφο κουνούπια άρχισαν να μας τσιμπάνε λυσσασμένα. Τι κι αν βάζαμε τι κι αν δε βάζαμε το ίδιο ήταν.
– Ρε Χρήστο αυτό σίγουρα είναι για να τα διώχνει? Είπε ο Μιχάλης φανερά απογοητευμένος από τη δράση του.
– Ξέρω κι εγώ? Το καλύτερο της είπα της καριόλας. Ααχααααχ! Ρε μαλάκα αυτά τσιμπάνε πάνω απ’ τη μπλούζα.
– Και πάνω από τοίχο τσιμπάνε αυτά απαντάει ο Μιχάλης χλευάζοντας.
Αφού ταΐσαμε κάμποσο τα κουνουπάκια, ετοιμαστήκαμε, δέσαμε και τα όπλα μας περιμένοντας να φέξει καλά για να αμολήσουμε τα σκυλιά και να ξεκινήσουμε. Εκεί που το είχαμε ρίξει στην ψιλοκουβέντα πίνοντας τον καφέ μας μπαίνω στο αυτοκίνητο. Βάζω ένα cd του Νταλάρα κι ανοίγω το εργαλείο στη διαπασών.
Πηδήξανε όλοι στον αέρα.
– ΚΛΕΙΣΤΟ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ ΜΗ ΣΕ ΜΑΜΗΣΩ. ΘΑ ΤΑ ΔΙΩΞΕΙΣ ΟΛΑ. Ούρλιαζε ο Μιχάλης.
– Γιατί ρε? Απαντάω χαμηλώνοντας την ένταση. Οι άλλοι που βάζουν Νταλάρα είναι καλύτεροι?
– Εδώ βρε μαλάκα δεν ακούνε Νταλάρα τα ορτύκια. Μόνο Καζατζίδη λέει εκείνος.
Έτσι κάνοντας λίγο ακόμα χαβαλέ μεταξύ μας ξημέρωσε κι αφού πλέον βλέπαμε καλά βγάλαμε και τα σκυλιά για να ξεκινήσουμε.
Αφού κατούρησαν, μυρίστηκαν και γνωρίστηκαν απλωθήκαμε και ξεκινήσαμε.
Τέσσερις νομάτοι με 7 σκυλιά ξεχύθηκαν στον κάμπο.
Βλέποντας αυτή τη σκηνή με αυτή την ανόμοια αγέλη σκύλων να τρέχουν σαν παλαβά δεξιά κι αριστερά σκέφτηκα ότι και ένα ορτύκι να υπάρχει εκεί μέσα θα σηκωθεί απ’ τη φασαρία. Έτσι κι έγινε. Το πρώτο Ορτύκι ήρθε σχεδόν αμέσως. Σηκώθηκε αφερμάριστο ανάμεσα σε εμένα και το Χαραμάδα και πριν προλάβω να επωμίσω εκείνος το πήρε. Χαμόγελο απ’ όλους μας και τα σκυλιά αφού πήραν τζούρα ορτυκιού τα έπιασε φρενίτιδα. Άρχισαν ένα ένα να μυρίζουν το σημείο που καθόταν το ορτύκι και πάλι ένα ένα άρχισαν να ψάχνουν πιο αργά και συστηματικά πλέον.
Σε δυό λεπτά η Σάντρα το 13άχρονο επανιέλ του Μιχάλη φερμάρει σταθερά. Είναι λίγα μέτρα μπροστά μου κι ο Μιχάλης με προειδοποιεί ότι είναι ακριβώς στη μούρη του σκυλιού το ορτύκι. Πλησιάζω αργά το σκύλο και αυτός παραμένει ακίνητος.
– Πρόσεχε είναι ακριβώς στη μύτη της μου ξαναλέει.
Προσπερνάω αργά από δεξιά τη σκύλα και το ορτύκι σηκώνεται ακριβώς μόλις το προσπέρασα. Σηκώνω το όπλο και το πρώτο μου ορτύκι είναι γεγονός.
Άψογο απόρτ από τη Σάντρα, μερικές διευκρινήσεις από το Μιχάλη για το στυλ που κυνηγάει η σκύλα του και πάμε πάλι. Όντως το σκυλί ήξερα πολύ καλά τι να κάνει και ειδικά στα ντοπιάρικα ορτύκια. Ποτέ της δεν τα φέρμαρε μακρυά αλλά τα πήγαινε μαμιώντας χωρίς να τα αφήνει σε χλωρό κλαρί, ώσπου τα μπλοκάριζε πάντα. Ήταν το μοναδικό σκυλί που δεν πρόγκιξε ούτε ένα και το μοναδικό που μας έδωσε τόσες φέρμες. Η γριά ήξερα καλά τη δουλειά της. Το επόμενο είναι η σειρά του Τάκη να το πάρει κι ο Χρήστος νοιώθω ότι άρχισε να εκνευρίζεται που δεν έκανε ακόμα μπάμ.
Ευτυχώς όμως τον αποζημιώνει ο Έκτωρας και η χαρά του είναι διπλή όχι μόνο γιατί χτύπησε το ορτύκι και το φέρμαρε ο δικός του σκύλος αλλά και επειδή το καβάλησαν χωρίς να το πάρουν χαμπάρι τα υπόλοιπα. Πάμε να το βρούμε αλλά ο σκύλος γυρίζει πίσω στο σημείο που σηκώθηκε.
– Έλα εδώ Έκτωρα φωνάζει ο Χρήστος για να βρει το ορτύκι αλλά ο σκύλος αδιαφορεί ψάχνοντας.
Κοντοστέκεται και πριν προλάβει να ακινητοποιηθεί εντελώς σηκώνεται άλλο ένα. Το πουλί νοιώθωντας όλους εμάς γύρω του σηκώθηκε σχεδόν κάθετα και περνάει ανάμεσα σε εμένα και τον Τάκη σε ύψος πέντε περίπου μέτρα. Μόλις «καθαρίζει» απ’ το Γιατρό του ρίχνω και πέφτει. Ξανά απόρτ η Σάντρα αλλά αυτή τη φορά το ζούληξε λίγο παραπάνω ή να έγινε έτσι το πουλί γιατί έφαγε όλη την τουφεκιά πάνω του σκέφτηκα καθώς το πήρα στα χέρια μου.
Κάπου εκεί αν θυμάμαι καλά άρχισαν να χαλάνε τα πράματα με όλα αυτά τα σκυλιά ανάμεσά μας. Να έφταιγε το νεαρό της ηλικίας τους ή το ότι ήρθαν τα “ρούχα” στη Τζίλντα? Μα καλά σήμερα βρήκε κι αυτή?
Τα μόνα που εξακολουθούν να κυνηγάνε παρόλο που δεν πέρασε ακόμα μισή ώρα, είναι τα δυό γέρικα επανιέλ. Ο Έκτωρας ο οποίος αδιαφορεί τελείως για τη σκύλα που είναι στις “μέρες” της δείχνοντάς μου ότι ο σκύλος είναι σαν το αφεντικό του αφού μου θύμισε εκείνη την ατάκα που θα μείνει στην ιστορία:
” – Δεν μπορώ. Είμαι παντρεμένος” κι η Σάντρα. Το σέτερ ο μπούκο (μπουλόκο το έβγαλε το σκυλί ο γυιός του Μιχάλη αλλά αυτός τον φωνάζει μπούκο για να μη γίνει ρόμπα) άρχισε να προσπαθεί να πηδήξει το άλλο σέτερ τη Τζίλντα (του Μιχάλη κι αυτή) που είναι και η μάνα του. Ο Ρόκο το βίζλα του Τάκη προσπαθεί να τα πηδήξει όλα (αυτός σίγουρα δε μοιάζει στο αφεντικό του) και η Ήρα το σπανό ντράχτχααρ του Χρήστου που αν δεν τρέχει σαν παλαβό πάει πίσω απ’ τα πόδια του προσπαθώντας να φάει τα ορτύκια που έχει στο κρεμαστάρι. Περίεργο σκυλί το ντραχτχααρ. Ειδικά αν δεις πως τα ρουφάει τα ορτύκια απ’ το κρεμαστάρι θα πάθεις. Χαζεύοντας όλο αυτό το σκηνικό αλλά και τον τρόπο που έψαχναν τα δυό επανιέλ και μας σήκωσαν μερικά ορτύκια ακόμα έχασα το λογαριασμό.
Κάπου εκεί ήρθε κι ο ιδιοκτήτης του χωραφιού και με ωραίο τρόπο (λέω και καμιά μαλακία να περάσει η ώρα) μας έδιωξε. Συνεχίσαμε το ψάξιμο για άλλη μια ώρα περίπου γύρω απ’ το τριφύλλι σε κάτι κομμένες σταριές και καλαμποκιές όπου μας έδωσαν καναδυό πουλιά ακόμα. Ο ήλιος έχει σηκωθεί ψηλά ήδη αρχίζοντας να μας δείχνει ποιος κάνει κουμάντο εδώ. Τα σκυλιά αν και τα έχουμε ποτίσει δείχνουν σημάδια κόπωσης και αποφασίζουμε να πάρουμε το δρόμο της επιστροφής.
Αυτή τη φορά γυρίσαμε από την άσφαλτο κι ο Μιχαλάκης άκουσε για καλά τα σχετικά μπινελίκια του μόλις φτάσαμε στο σπίτι του.
Εκεί μας υποδέχτηκε χαμογελαστή η υπέροχη σύζυγός του και τα υπέροχα παιδιά του. Τα κάρβουνα άναψαν σε χρόνο ρεκόρ και τα πρώτα λουκανικοκοντοσουβλοπανσετοκοτόπουλα μπήκαν στη σχάρα. Βγήκε το τσίπουρο που είχα φέρει μαζί μου κι αρχίσαμε. Περιττό να κάθομαι να γράφω πάλι το τι ειπώθηκε στην αυλή του Μιχάλη ή το τι έγινε.
Αλλά μετά από κάποιες απειλές που δέχτηκα εκεί σταμάτησα να κρατάω σημειώσεις.
Ε ρε παιδιά βάλτε και λίγο τη φαντασία σας να δουλέψει βαρέθηκα και να γράφω.
Ουπς!!!!!
Καρφώθηκα!!!!
Γαμώτο καταλάβατε ότι δεν πήγαμε στο εξωτερικό!
Και ξέρετε γιατί δεν πήγαμε? Γιατί κανένας Ιταλός, Βούλγαρος ή Σκοπιανός δεν θα μας πρόσφερε αυτή τη χαρά όσο μας την πρόσφεραν οι φίλοι μας στις Σέρρες και στο Πολύκαστρο. Μιλάω για τον κατά facebook Daniel, κατά κόσμο Δάνο και κατά artemis falcon. Όπως και για τους Μιχάλη (Camelg4) τον Μάνο (PRINCE) τον Φώντα και τον υπέροχο Γάκη Σαρηδάκη που του κόλλησαν το παρατσούκλι Σειρινάκης και βολεύει αφάνταστα να κάνουμε τις πλάκες μας σε μερικά λιγούρια. Για μας το κυνήγι δεν είναι νούμερα αλλά μια τελετή για να μην πω ιεροτελεστία που ξεκινάει απ’ τη στιγμή που φτιάχνουμε τα φυσέκια μας και τελειώνει τη στιγμή που σηκώνονται όλοι απ’ το τραπέζι ευχαριστημένοι ανανεώνοντας το ραντεβού μας. Φλερτάρωντας εδώ και λίγο καιρό με τα 50 μου χρόνια έμαθα ότι η ζωή μας είναι στιγμές κι αυτές κυνηγάω.
Χέστηκα αν κάποιοι πάνε για κυνήγι στη Βενεζουέλα την Αμερική ή την Ουγκάντα
Χέστηκα για την πληθώρα θηραμάτων που υπάρχουν κάπου έξω απ’ τη χώρα μου.
Χέστηκα για τις φωτογραφίες με τις εκατόμβες θηραμάτων.
Αυτές τις στιγμές που έζησα με μερικούς εκλεκτούς ανθρώπους και φίλους όσο κι αν προσπαθήσω να το μεταφέρω γραπτό (και σας πληροφορώ προσπάθησα να το μεταφέρω με ακρίβεια) ότι πέραν του ότι ανέφερα για εξωτερικό ή έβαλα στο παραμύθι μου και Λύκο για να γίνει πιο πιστευτό, που μάλιστα τον σκοτώσανε κάποιοι (αν ήμασταν στο μεσαίωνα θα έβαζα δράκο) δεν θα το καταφέρω γιατί απλά αυτό δεν μοιράζεται ότι και να γράψεις και όσα άλμπουμ φωτογραφίες και να βάλεις.