Καταρχήν το έβαλα στο «ΠΕΡΙ ΑΝΕΜΩΝ ΚΑΙ ΥΔΑΤΩΝ» γιατί θεωρώ ότι αυτού του είδους το κυνήγι είναι τουλάχιστον από εμένα κατακριτέο και δεν ταιριάζει στις «ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΕΣ ΕΞΟΡΜΗΣΕΙΣ». Χρόνια τώρα ήθελα να το ξεκινήσω αλλά πάντα φοβόμουν μην παρεξηγηθούν τα γραφόμενά μου. Σκεφτόμουνα να κάνω και κάποια σχεδιαγράμματα με τον τρόπο θήρευσης αλλά επειδή πάντα θα υπάρχουν κάποια κοράκια αλλά και κάποια ανθρωπίδια που επιδεικνύουν τον αντρισμό τους με εκατόμβες παράνομα χτυπημένων θηραμάτων θα αρκεστείτε σε μια (όχι και τόσο απλή) περιγραφή των παιδικών μου αναμνήσεων.
ΛΑΓΟΣ
«- Έλα…… πήγε μία η ώρα. Πρέπει να προλάβουμε να μη μας φάει το Λαγό καμιά αλεπού.»
Περίμενα πώς και πως αυτή τη στιγμή που θα έπιανα τον πρώτο μου λαγό και πετάχτηκα απ’ το κρεβάτι σαν ελατήριο.
Πολύ καιρό τώρα παρακολουθούσα τον πατέρα μου και ρούφαγα σαν σφουγγάρι όλα αυτά που μου έδειχνε. Είχα μάθει να πιάνω πουλιά, φίδια, ψάρια, αλλά λαγό ήταν η πρώτη μου φορά.
«- Που το πας το παιδί τέτοια ώρα» πετάχτηκε η μάνα μου, αλλά εγώ είχα ντυθεί και ήμουν ήδη στην αυλή και τον περίμενα. Ήρθε κι αυτός και καβαλήσαμε τη Φλωρέτα (3τάχυτη ήταν). Εγώ μπροστά κι αυτός πίσω.
Με έβαζε πάντα μπροστά και μερικές φορές στις λιγοστές ευθείες με άφηνε να κρατάω εγώ το τιμόνι με αποτέλεσμα στα 8 μου χρόνια την οδηγούσα μόνος μου. Αρχίσαμε να ανηφορίζουμε το βουνό και τα χέρια μου ξυλιάσανε από το κρύο του Δεκέμβρη αλλά για πρώτη φορά δεν ένοιωθα το κρύο. Σε λίγο φτάσαμε στο λιοτόπι που είχα στήσει την πρώτη μου θηλιά (ντίζα γκαζιού απ’ το μηχανάκι για να είναι λεπτή και να «κόβει») και η καρδιά μου κόντευε να σπάσει. Ένοιωθα σαν να έδινα εξετάσεις γιατί έκανα για πρώτη φορά όλη τη «δουλειά» μόνος μου. Τρεις μέρες μου πήρε να περιορίσω το πέρασμα του με κλαδιά λίγο, λίγο, να κοσκινάω την άμμο για να φανούνε καλά τα ίχνη του και να στήσω τη θηλιά ακριβώς στο σωστό ύψος και με το σωστό μέγεθος. Έπρεπε μόλις πιαστεί να στραγκαλιστεί από το συρματόσχοινο όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Αν δεν το πετύχαινα και πιανόταν επιπόλαια θα έσκουζε και θα τον παίρνανε χαμπάρι όλες οι αλεπούδες της περιοχής. Έσβησε το μηχανάκι και απλώθηκε γύρω μας το παγωμένο σκοτάδι του Δεκέμβρη. Κατεβήκαμε και αρχίσαμε να περπατάμε στο σκοτάδι ανάμεσα στις ελιές. Όσο πλησιάζαμε ένοιωθα τα μιλίγκια μου να χτυπάνε και τα αυτιά μου να βουίζουν. Νόμιζα ότι περπάταγα ώρες ώσπου ξαφνικά ο πατέρας μου άναψε το φακό (με τις μεγάλες τις πλακέ τις μπαταρίες) και τον είδα. Ήταν ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς λες και κοιμόταν πάνω στο παγωμένο χώμα.
«- Κράτα το φακό» μου είπε και έβγαλε το σουγιά από την τσέπη του.
Απ’ όταν θυμάμαι τον εαυτό μου πάντα κουβάλαγε και κουβαλάει ένα κοφτερό σουγιαδάκι μαζί του που το προσέχει σαν τα μάτια του. Βλέπεις είχε την τρέλα του. Εκτός απ’ το σουγιά είχε στη σχάρα της Φλωρέτας και χορτάρι (σχοινί για μπόλιασμα). Όπου έβλεπε Γκορτσιά, Νεραντζιά, άγριο κλήμα ή καμιά κορομηλιά τα μπόλιαζε. Μέχρι το ’85 με ’90 το 90% των δέντρων που υπήρχαν στο χωριό (άσχετα σε ποιόν ανήκαν) τα είχε μπολιάσει αυτός. Ακόμα δεν έχω καταλάβει γιατί το έκανε. Να ’ταν κατοχικό σύνδρομο και ήθελε να υπάρχει πάντα κάτι φαγώσιμο όπου και να βρίσκεται ή έφταιγε η χούντα? Για αυτό που είμαι σίγουρος είναι ότι έγινε εξπέρ στη λαθροθηρία λόγω κοινωνικών φρονημάτων. Ο πατέρας του (παππούς μου) ήταν κομουνιστής και τότε μέχρι την τρίτη γενιά σε θεωρούσαν αριστερό. Τον ταλαιπώρησε πολύ αυτό το «στίγμα» και το πλήρωνε κάθε μέρα.
Είχε καταφέρει με πολύ κόπο να αποκτήσει ένα επαγγελματικό δίπλωμα και να κάνει τον ταξιτζή για να μας ζήσει. Έπαιρνε κάθε μέρα τα παιδιά απ’ το χωριό και τα πήγαινε στην πόλη στο γυμνάσιο. Όμως ένας καλός χωροφύλακας που ήξερε το «ποιόν» του και το δρομολόγιο του έκοβε καθημερινά σχεδόν το διπλάσιο πρόστιμο απ’ το αγώι που έπαιρνε. Οπότε χρήμα πάπαλα.
Μεγάλη εφεύρεση ο τραχανάς!
Οπότε έπρεπε να φάμε και κρέας αλλά οι κότες και η κατσίκα δίνανε αυγά και γάλα και ήταν πλέον μονόδρομος.
Το μονόκαννο δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί καθότι σφραγισμένο και λόγω του παππού δεν έμελλε να σπάσει αυτή η γαμημένη η σφραγίδα. Είχε όμως ένας θείος (αντάρτης με το Ζέρβα αυτός θεός σχωρέστον) ένα 20αράκι. Τότε φυτεύαμε καλαμπόκια, στάρια, κριθάρι και βίκο. Κατά τον Οκτώβρη με Νοέμβρη που πέφτανε οι χήνες στα καλαμπόκια μαζευόταν πεντέξι άτομα (αδερφοξαδέρφια) μαζί με τον θείο και το 20άρι του και πηγαίνανε σε ένα δικό μας χωράφι που στη μια πλευρά συνόρευε με ένα εγκατελειμένο που είχε κάτι καρυδιές πανύψηλες οι οποίες ήταν σκεπασμένες με βάτα. Σκέτη ζούγκλα. Δίπλα σ’ αυτή τη ζούγκλα αφήναμε πάντα μερικά καλαμπόκια αμάζευτα, μια συνήθεια που την έχω κρατήσει μέχρι σήμερα.
«- Πάντα να αφήνεις κάτι και για τα πουλιά. Δικαιούνται κι αυτά το δικό τους μερίδιο» μου έλεγε ο πατέρας και το λέει ακόμα και σήμερα όταν πηγαίνω στο χωριό να μαζέψουμε τις ελιές. Δεν ξέρω αν αυτό πηγάζει από κάποια οικολογική συνείδηση ή είναι κάτι άλλο. Κι όμως σαν άριστο γνώστη της φύσης τον θεωρούσα πάντα οικολόγο. Τώρα θα μου πεις: Οικολόγος και λαθροθήρας γίνεται? Γίνεται και παραγίνεται .
Η λαθροθηρία γινόταν σε χαλεπούς καιρούς και μόνο για να καλυφτούν οι ανάγκες της οικογένειας.
Όσο για την οικολογία θυμάμαι γύρω στο ’80 ραντίζαμε τα βάτα με Ραουντάπ, Γραμοξόλ ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Την επόμενη μέρα που πήγε να δει τα αποτελέσματα του ραντίσματος γύρισε στο σπίτι και κατέβασε όλους τους Αγίους και τα Καντήλια που υπάρχουν.
Η Αιτία?
Εφτά λαγουδάκια νεκρά στο χωράφι.
Αποτέλεσμα?
Δεν ξανά ράντισε ποτέ με φυτοφάρμακο κι ας κινδύνευε να χάσει τη σοδειά του.
Τα αγριόχορτα και τα βάτα τα έκοβε με την κοσιά τότε, με τη ντίζα σήμερα παρά την ηλικία του. Έφτιαχνε και φτιάχνει τα δικά του φάρμακα με απόσταγμα πικροδάφνης και ραντίζει για τα διάφορα έντομα τα μποστάνια του, μπύρα για να μην τρώνε τα μαρούλια τα σαλιγκάρια και ναφθαλίνη στις ελιές για το δάκο. Ανάμεσα στα διάφορα ζαρζαβατικά του θα δεις πάντα μερικούς βασιλικούς, αμπαρόριζα, ρίγανη, λεβάντα και άλλα αταίριαστα για τους πολλούς φυτά που όμως το καθένα από αυτά παίζει το δικό του ρόλο στην καταπολέμηση των παρασίτων. Βλέπεις είχε πάει στη Γεωργική Σχολή στη Χίο το ’50 και είχε μάθει πολλά πρακτικά πράγματα γιατί τότε δεν υπήρχαν οι μεγάλες βιομηχανίες φυτοφαρμάκων και σήμερα οι περισσότεροι τα έχουν ξεχάσει. Πολλές φορές έβγαζε μαλάκες τους Γεωπόνους που ερχόταν στο χωριό και προσπαθούσαν να πλασάρουν τα δικά τους φάρμακα αλλά αυτό έγινε μετά τα εφτά ψόφια λαγουδάκια. Είχε τσιμπήσει κι αυτός το δόλωμα (ευτυχώς για λίγο) της «ξεκούραστης» και «άνετης» καταπολέμησης των ζιζανίων.
Μπαίνανε λοιπόν οι άλλοι μέσα στα χαντάκια με κάτι στειλιάρια 2μετρα και ο θείος χωνότανε κάπου στη μέση. Μόλις πέφτανε οι χήνες τις αφήνανε να πλησιάσουν στον πανύψηλο φράχτη που έκαναν τα βάτα και μόλις έπεφτε η μοναδική τουφεκιά από το 20άρι (που ήταν και το σύνθημα) βγαίνανε με τα στειλιάρια και πλακώνανε τις χήνες. Δεν πρόλαβα να ζήσω αυτό το κυνήγι από κοντά (μικρός βλέπεις τότε) αλλά δεν θα ξεχάσω ποτέ τα τεράστια στα παιδικά μου μάτια πουλιά που έφερνε ο πατέρας μου στο σπίτι. Ακόμα δεν ξέρω τι είδους χήνες ήταν γιατί πάντα τις έβλεπα το πρωί που ήταν μαδημένες και τις ετοιμάζανε για πάστωμα. Την τελευταία φορά που είδα χήνες να πετάνε πάνω απ ’το χωριό ήταν μια νύχτα με πανσέληνο το Σεπτέμβρη του ’80.
Ξεκοίλιασε το λαγό κάνοντάς μου παράλληλα και μάθημα ανατομίας πριν πετάξει τα έντερα και τον βάλει στο σακούλι.
Γυρίσαμε στο σπίτι και τον έβαλε στο ψυγείο του πάγου αφού πρώτα έκοψε ένα πόδι και μου το έδωσε για να μου φέρνει τύχη όπως μου είπε.
Πήρα το λαγοπόδαρο και χώθηκα στο κρεβάτι χαϊδεύοντάς το.
Εκείνο το βράδυ δε θυμάμαι τι ώρα κοιμήθηκα αλλά θα το θυμάμαι πάντα.
Συνεχίζετε……………………………………………………
………..