Αγαπητέ φίλε Πάνο,
Χαίρομαι πολύ που είχες τόσο καλές εμπειρίες από τα σκυλιά που επέλεξες.
Όπως ήδη έχω γράψει η επιλογή της ράτσας αυτής έγινε με βάση τα κυνήγια που κάνω και νομίζω ότι ήταν μονόδρομος.
Αν διάβασες το μήνυμα μου στο θέμα «επιλογή κουταβιού», έκανα πολύ συστηματικό ψάξιμο. Φυσικά είναι διαφορετικά όταν ψάχνεις για κουτάβι απ ότι για έτοιμο σκύλο. Στην επιλογή κουταβιού είναι πιο απλά τα πράγματα..
Για να καταλάβεις τι εννοώ, φακέλωσα σε αρχείο XL την πορεία στους αγώνες μορφολογίας και πρακτικού κυνηγίου όλους του σκύλους που έχει κατεβάσει κάθε εκτροφείο. Αυτό έγινε ψάχνοντας στα παλιά τεύχη των περιοδικών αλλά και από τα αποτελέσματα των αγώνων που βρίσκονται στο site του Ομίλου Κούρτσχααρ.
Όλη αυτή η ερεύνα με οδήγησε σε 3-4 εκτροφεία από τα οποία μόνο το ένα βρίσκεται στην Αθήνα, αλλά τυχαίνει να είναι από τα καλύτερα και με ανοδική πορεία τα τελευταία χρόνια.
Ένας από τους ιδιοκτήτες είναι ο αντιπρόεδρος του Ομίλου, η κύρια απασχόληση τους δεν είναι η εκπαίδευση και η εκτροφή, είναι όμως η τρέλα τους.
Κυνηγάνε με τα σκυλιά και γενικά άκουσα καλά λόγια από ανθρώπους που έχουν πάρει κουτάβια απ αυτούς.
Τώρα για τα περί μακρινής έρευνας όλα είναι σχετικά. Εμένα προσωπικά δεν με ενδιαφέρει κάτι τέτοιο αφού στα κυνήγια που κάνω ή θα κάνω (ορτύκι-λαγός-μπεκάτσα) ο σκύλος δεν χρειάζεται να ανοίγεται περισσότερο από 150 μέτρα γύρω από εμένα.
Συζητώντας με πολλούς κυνηγούς για το θέμα αυτό έχω την εντύπωση ότι υπάρχει σύγχυση. Δεν έχω βέβαια την εμπειρία, αλλά την περασμένη χρονιά έκανα κάποια κυνήγια μπεκάτσας με φίλο μου ιδιοκτήτη ενός τέτοιου σκύλου (ανοικτής έρευνας).
Αυτά που είδα δεν μου άρεσαν καθόλου. Μιλάμε για σκυλί πρωταθλητή που έχει έλθει από την Ιταλία με πολλούς τίτλους και είναι απόγονος του γνωστού Λάβερακ «ARNO».
Ρίχνω μεγάλη ευθύνη στον φίλο μου γιατί κατά την γνώμη μου δεν ξέρει και δεν μπορεί να καθοδηγήσει ένα τέτοιο σκύλο.
Συγκεκριμένα με το που αμολάει το σκυλί, αρχίζει τον υπέροχο καλπασμό του και με εξαιρετικά λασέ ανεβαίνει την πλαγιά. Όσπου να φτάσουμε εμείς στην μέση το σκυλί έχει ήδη φτάσει στην μέση της επόμενης πλαγιάς, δεν ακούμε καν το μπίπερ και αναρωτιόμαστε που να βρίσκεται. Εγώ καλύτερα προπονημένος και με λιγότερα κιλά καταφέρνω να καβαλήσω την πλαγιά και έρχομαι φάτσα με τον σκύλο που επιστρέφει φουριόζος. Με προσπερνάει και κατευθύνεται σε μια ρεματιά όπου λόγω πυκνού τον ξαναχάνω.
’ντε πάλι από την αρχή να δούμε που πήγε γιατί και πάλι δεν ακούγεται το μπίπερ. Ξαφνικά παίρνει το μάτι μου κάτι πορτοκαλί να ανεβαίνει την πλαγιά στο τέρμα της ρεματιάς ένα χιλιόμετρο μακριά, εκεί άρχισε να ακούγεται πάλι το μπίπερ γιατί δεν παρεμβάλλονταν άλλο βουνό μπροστά μας.
Όλη αυτή την ώρα, ο σκύλος δεν έδειξε καν να νοιάζεται για μας, δεν ανταποκρίθηκε καμιά φορά στο κάλεσμα του αφεντικού του.
Μέσα σε 2 χρόνια το σκυλί είχε χάσει την εκπαίδευση του και είμαι σίγουρος ότι τα μόνα πουλιά που παίρνει ο φίλος μου (όπως αποδείχτηκε σε επόμενο κυνήγι) είναι αυτά που συναντά το ζώο στο ξεκίνημα της ατίθασης πορείας του.
Στο πολύ πυκνό τα πράγματα είναι χειρότερα. Στην περιοχή μου υπάρχουν κάποια ξεχωριστά σημεία που κρατούν πάντα μπεκάτσες (όχι πολλές αλλά σταθερές κάθε χρόνο). Όμως είναι τόσο πυκνά λόγω του ότι έχουν εγκαταλειφθεί εδώ και 40 χρόνια, που δεν υπάρχουν ούτε μονοπάτια. Έτσι για να διασχίσεις μια απόσταση 500 μέτρων η θα πρεπει να ψάχνεις περάσματα ή να καταξεσχιστείς στα βάτα περνώντας μέσα από τις πατουλιές.
Το σκυλί βέβαια δεν χαμπάριαζει τίποτα, περνάει από παντού και γρήγορα φτάνει στην άλλη άκρη σε μεγάλη απόσταση. Ξαφνικά ακούμε τον ήχο της φέρμας, πως φτάνουν όμως εκεί? Ο φίλος μου αρχίζει να τρέχει, εγώ δεν τολμώ καν να περάσω μέσα από τα βάτα, τα κλαδιά των δένδρων που φτάνουν μέχρι το έδαφος και τις παγίδες από τα νεροφαγώματα που είναι χορταριασμένα.
Πιάνω λοιπόν ένα υψωματάκι και παρακολουθώ προσπαθώντας να εντοπίσω σκύλο και άνθρωπο. Μέχρι να φθάσει εκεί ο φίλος μου η μπεκάτσα έκανε 3 φορές την πεταλούδα πριν χαθεί οριστικά. Μετά από ώρα βρεθήκαμε χαμηλά στον δρόμο.
Ο φίλος μου χρειάζονταν μπεταντίν αφού ήταν γεμάτος γρατζουνιές.
Αυτό το σκηνικό επαναλήφθηκε πολλές φορές, τα πουλιά που βάρεσε ήταν όλα κοντινά στο μέρος που αφήναμε τα σκυλιά. Εγώ πήρα μόνο μία, αφού όπως ήταν λογικό ο ιδιοκτήτης των σκυλιών έπιανε το καλύτερο σημείο, εγώ απλά παρακολουθούσα και έπιανα το απίθανο σημείο διαφυγής της μπεκάτσας.
Δεν ξέρω αν αυτό λέγεται μακρινή έρευνα και πρέπει κάποιος να είναι υπερήφανος που το σκυλί του ψάχνει όλο τον τόπο ενώ ο ίδιος δεν μπορεί να τουφεκίσει τίποτα.
Ο ARNO είναι υπέροχο ζώο, όμως δεν μπορεί ο καθένας μας να τον καθοδηγήσει, με αποτέλεσμα να πηγαίνει χαμένη τέτοια εκπαίδευση.
Θα ήταν πολύ χρήσιμο να μας πεί κάποιος φίλος με εμπειρία, πως εννοείται η μακρινή έρευνα και πως πρέπει να χειρίζεται το σκυλί του ο κυνηγός, ώστε να αντιλαμβάνεται ότι δεν κυνηγάει για τον εαυτό του και ότι για να βάλει το πουλί στο στόμα χρειάζεται το ντουφέκι του αφεντικού του.
Εγώ χωρίς να είμαι σίγουρος αν η άποψη μου είναι σωστή, θεωρώ ότι ο σκύλος στο πυκνό δεν πρέπει να απομακρύνεται περισσότερο απ όσο ακούγεται ένα κουδούνι. Αντίθετα στις γυμνές και βραχώδεις πλαγιές των βουνών μας εφόσον υπάρχει η δυνατότητα οπτικής επαφής, είναι προτέρημα να ψάχνει μακρύτερα. Όχι όμως να βρίσκεται 2 βουνά πιο πέρα από το αφεντικό του.
Α, μην ξεχάσω τον κίνδυνο της απώλειας η της κλοπής. Μια Κυριακή μας πήρε τηλέφωνο αυτός που είχε τον αδελφό του ARNO, τον είχε χάσει από τις 11 το πρωί μέχρι τις 5 το απόγευμα. Ο άνθρωπός κόντευε να πάθει νευρικό κλονισμό, πώς να το κάνουμε πέρα από το δέσιμο και την αγάπη είναι και το 1.800.000 δρχ που κόστισε το κάθε σκυλί.
Πω πω πάλι κατάφερα να γράψω ολόκληρη έκθεση. Είναι όμως ένα θέμα που απασχολεί πολλούς κυνηγούς και νομίζω ότι οι γνώμες των έμπειρων μελών θα βοηθήσουν πολύ.